αντιπυρικός

αντιπυρικός
-ή, -ό
αυτός που είτε καταπολεμά τη φωτιά ή αναφέρεται σε τρόπους και μεθόδους προστασίας της χλωρίδας από έκρηξη πυρκαγιάς ή επέκταση της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”